πολυθέλγητρος

πολυθέλγητρος
ος , ον очаровательный, прелестный, восхитительный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πολυθέλγητρος" в других словарях:

  • πολυθέλγητρος — η, ο, Ν αυτός που έχει πολλά θέλγητρα, πολλή γοητεία, πολλή χάρη («πολυθέλγητρη νύμφη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ* + θέλγητρο (< θέλγω «γοητεύω, μαγεύω»). Η λ. μαρτυρείται από το 1872 στον Γρ. Μ. Ροδόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • πολυθέλγητρος — η, ο αυτός που έχει πολλά θέλγητρα, πολλές χάρες: Πολυθέλγητρη γυναίκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»